- δωρολήπτης
- ο (AM δωρολήπτης)1. αυτός που δέχεται δώρα2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωρολήπτης — greedy of gain masc nom sg δωροληπτέω take presents imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρολήπτης — ο αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωρολῆπται — δωρολήπτης greedy of gain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρολήπτην — δωρολήπτης greedy of gain masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρολήπτας — δωρολήπτᾱς , δωρολήπτης greedy of gain masc acc pl δωρολήπτᾱς , δωρολήπτης greedy of gain masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мьздоимьць — МЬЗДОИМЬЦ|Ь (9*), А с. Тот, кто взимает поборы; корыстолюбец: сь || бѣ агнѧ а не волкъ. не бѣ бо хита˫а ѿ чюжи(х) домовъ б҃атьства. ни збира˫а ѥго ни тѣмь хвалѧсѧ. но паче ѡбличаше грабителѧ. и мздоимца. ЛЛ 1377, 149–150 (1216); ни тати ни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ԿԱՇԱՌԱՌՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 1052 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 12c ա.գ. δωρολήπτης, δωροδεκτής munerum acceptor. Առօղ զկաշառ. կաշառակուրծ. կաշառք առնօղ՝ ուտօղ. *Սատակէ զանձն իւր կաշառառուն. Առակ. ՟Ժ՟Ե. 27: *Հուր այրեսցէ զտունս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)